Μία ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα συνέντευξη παραχώρησε η συγγραφέας Τατιάνα Αβέρωφ στον καθηγητή και Διευθυντή του 3ου Γυμνασίου Πέτρο Πιτσιάκκα, με αφορμή την επίσκεψή της στη Ναύπακτο για την παρουσίαση του ιστορικού μυθιστορήματος «Δέκα ζωές σε Μία». Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στο τελευταίο φύλλο της εφημερίδας «Ναυπακτία Press».

Γιατί γράψατε το «Δέκα ζωές σε μία»; Για να συμβάλετε στη δημόσια ιστορία του Ευάγγελου Αβέρωφ ή για προσωπικούς λόγους;

Επειδή γράφω μυθιστορήματα, γι΄αυτό καταρχήν. Έτσι λειτουργώ. Πρώτα με συναρπάζει η ιδέα, η σύλληψη, και μόλις ωριμάσει αφηγηματικά,βουτάω στη γραφή χωρίς πολλές αναλύσεις. Το «γιατί» γράφω το κάθε βιβλίο μου, συνήθως το ανακαλύπτω κανένα εξάμηνο αφού το τελειώσω και φύγει από μένα. Στην προκειμένη περίπτωση βέβαια, είχαήδη από καιρότην ιδέα να γράψω ένα μυθιστόρημα με κεντρικό ήρωα τον πατέρα μου. Η ζωή του ήταν άκρως μυθιστορηματική, μεγάλωσε σε χρόνια συνταρακτικά για τη χώρα, έζησε πολέμους, διχασμούς, καταστροφές, προσωπικές ανατροπές και περιπέτειες– ήταν ο τέλειος μυθιστορηματικός ήρωας, σκέφτηκα κάποια στιγμή. Αλλά για αρκετά χρόνια δυσκολευόμουν να βρωτην άκρη του αφηγηματικού μου νήματος. Έτσι, στην πράξη, χρειάστηκε να καταπιαστώ με τέσσερα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους μυθιστορήματα μέχρι να νιώσω έτοιμη να γράψω το «Δέκα ζωές σε μία».

Πόσο δύσκολο ήταν το εγχείρημα της παρουσίασης της ζωής του ίδιου του πατέρα σας; Σας προβλημάτισε ο κίνδυνος της πιθανής υποκειμενικότητας;

Ο κίνδυνος της υποκειμενικότητας, όχι, με αυτή την έννοια δεν με απασχόλησε. Άλλωστε αντικειμενικότητα απόλυτηδεν υπάρχει, αφού ο συγγραφέας παραμένει πάντα ο φορέας και εκφραστής της αφήγησής του.Στο μυθιστόρημα το ζητούμενο είναι μάλλον να ταυτιστείς με τους ήρωές σου, να μπεις στα παπούτσια τους και να τους αφήσεις να σε οδηγήσουν. Στο ιστορικό μυθιστόρημα οφείλεις επιπλέον να κάνεις ενδελεχή έρευνα και να σεβαστείς τα όποια ιστορικά δεδομένα. Εννοείται πως ένα μυθιστόρημα με ήρωα τον πατέρα σου είναι ένα ιδιαίτερα δύσκολο εγχείρημα,ακόμα περισσότερο όταν πρόκειται για δημόσιο πρόσωπο.

Στο τέλος του βιβλίου γράφετε «Σε ασπάζομαι πατέρα, τώρα μπορώ να σε αγαπήσω» Ποια η σχέση της τότε κόρης και της νυν κόρης-αφηγήτριας;

Η σχέση παιδί-γονιός είναι μια σχέση έντονη, μεγάλης αγάπης, αλλά και ανισότιμη από τη φύση της. Χρειάζεται να την υπερβείς ώστε να δεις τον άλλον ως Άνθρωπο, πέρα από την περιορισμένη πλευρά του που βιώνεις εσύ. Συνήθως αυτό γίνεται όταν το τότε-παιδί φτάσει και ηλικιακά κοντά στην ηλικία του τότε-γονιού του. Θα έλεγα λοιπόν ότι η νυν-κόρη είναιπια, πέρα από «κόρη», και ένας ώριμος, κατασταλαγμένος άνθρωπος. Ενώ η νυν-αφηγήτρια είναι, πέρα από «κόρη», και λίγο μυθιστορηματική-λογοτεχνική περσόνα – υπηρετεί δηλαδή τις ανάγκες του λογοτεχνικού έργου καιτης συνολικής σύνθεσης.

Τί πιστεύετε ότι έχετε πάρει από τον πατέρα σας και σε τί διαφέρετε;

Του μοιάζω στο πείσμα, στην προσήλωσή του σε κάποιες αξίες – αγάπη, εντιμότητα, εργατικότητα, αφοσίωση, δημιουργικότητα− αλλά είμαι πολύ διαφορετική σαν χαρακτήρας, δεν έχω την εξωστρέφειά του, χρειάζομαι έναν πιο «ήσυχο» χώρο για να είμαι δημιουργική. Μοιάζω στην αγάπη του για τη γραφή, τη λογοτεχνία, η ματιά μου όμως είναι πιο «εσωτερική», με συναρπάζει αυτό που δε φαίνεται, οι πολύπλοκες αλήθειες και οι δαίδαλοι που κρύβει η ψυχή του ανθρώπου. Μοιάζω επίσης στην αγάπη του για το Μέτσοβο και συνεχίζω όσο μπορώ το σημαντικό έργο που έχει κάνει εκεί.

Γιατί αφήσατε να μεσολαβήσει ένα διάστημα 24 χρόνων από τον θάνατό του μέχρι να γράψετε αυτό το βιβλίο; Ο χρόνος που μεσολάβησε λείανε το πρόσωπο του πατέρα Αβέρωφ;

Έτσι προέκυψε. Υποθέτω πως δεν ήμουν έτοιμη νωρίτερα να καταπιαστώ μ’ ένα τέτοιο εγχείρημα. Για πολλούς λόγους. Καταρχήν χρειαζόταννα έχω κατακτήσει σαν συγγραφέας μια κάποια τεχνική άνεση, αλλά και μαζίτην απαραίτητη συναισθηματική ωριμότητα και απόσταση ώστε η προσωπική εμπλοκή να μην αποβαίνει σε βάρος της λογοτεχνικής αρτιότητας του μυθιστορήματος.Η απόσταση, όπως και η προσωπική εμπλοκή σε κάποιο βαθύτερο επίπεδο, είναι και τα δυο απαραίτητα στη λογοτεχνία. Το γράψιμο απαιτεί γνήσιο συναίσθημα αλλά και μετουσίωση και προοπτική.

Γίνεται ένα μυθιστόρημα να ιστορεί την αλήθεια; Υπάρχει σχέση ανάμεσα στην αλήθεια της μυθοπλασίας και την αλήθεια των γεγονότων της ιστορίας;

Η μυθοπλασία τρυπώνει στα κενά της Ιστορίας. Μεγεθύνει τη στιγμή, ζωντανεύει την ατμόσφαιρα, ρίχνει φως στο συναίσθημα και στα όσα βρίσκονται κάτω απ’ την επιφάνεια. Θα έλεγα πως το μυθιστόρημα ζωντανεύει ένα μυθοπλαστικό σύμπαν πιο «αληθινό» κι απ’ το πραγματικό — αυτή είναι η δύναμη της λογοτεχνίας.Όταν πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα, το ζητούμενο είναι ο αρμονικός συγκερασμός της δημιουργικής φαντασίας με τα ιστορικά δεδομένα — κάτι που σε τούτο το βιβλίο ήταν ακόμα πιο δύσκολο, επειδή ακριβώς ήταν πολλά τα δεδομένα. Αλλά αυτό ήταν το στοίχημα που είχα θέσει εξαρχής στον εαυτό μου: να γράψω ένα μυθιστόρημα που να ιστορεί [και] την αλήθεια. Ήταν σίγουρα ένα ιδιαίτερα δύσκολο παιχνίδι ισορροπιών και μέτρου.

Ο Ευάγγελος Αβέρωφ παρουσιάζεται ως ιδεαλιστής. Ωστόσο στην πολιτική του πορεία ήταν ρεαλιστής (πχ Συνθήκες Ζυρίχης – Λονδίνου για την Κύπρο). Πώς εξηγείται αυτό;

Δεν βλέπω καμιά αντίφαση σ’ αυτό. Μπορεί να είναι κανείςιδεαλιστής καινα αγαπάει με πάθος τη χώρα του, μπορείνα έχει ιδέες, απόψεις, οράματα– και παράλληλα να αντιλαμβάνεται και να εξασκεί την «τέχνη του εφικτού» για το καλό της χώρας. Θα έλεγα μάλιστα πως ο συνδυασμός των δύο αυτών στοιχείων είναι απαραίτητος – ιδίως για έναν πολιτικό. Αλλιώς είναι είτε απλώς «διαχειριστής», είτε και επικίνδυνος.

H φυματίωση τον επηρέασε στη μετέπειτα ζωή του;

Νομίζω του έδωσε ένα γερό μάθημα για τη ζωή και το θάνατο και τον έκανε να πιστεύει στη μοίρα − με την έννοια του «αν είναι νάρθει, θαρθεί». Αυτό στην μετέπειτα ζωή του ίσως τον έκανε πιο τολμηρό, πιο αποφασιστικό, τον ελευθέρωσε από τους μικρούς ανθρώπινους φόβους. Επίσης, όπως έλεγε και ο ίδιος, τα δυο χρόνια κλεισμένος στο σανατόριο του έδωσαν την ευκαιρία να διαβάσει πολύ και να ανοίξει τους ορίζοντές του.

Το βιβλίο παρουσιάζει τις πέντε ζωές του Ευάγγελου Αβέρωφ. Ο αναγνώστης να περιμένει να γνωρίσει και τις άλλες πέντε;

Αρχικά λογάριαζα να καλύψω όλη τη ζωή του πατέρα μου και να φτάσω ως το 1990, χρονιά θανάτου του. Αλλά στην πορεία διαπίστωσα ότι αυτό δεν ήταν εφικτό. Το βιβλίο θα έβγαινε χίλιες σελίδες και θα ήταν «δύο βιβλία σε ένα». Τώρα χρειάζομαι να «αδειάσω» και να πάρω μια απόσταση − θέλει λίγο χρόνο για να γεμίσουν πάλι οι μπαταρίες και να είσαι έτοιμος να ξαναγράψεις καινούργιο μυθιστόρημα. Θα είναι η συνέχεια ετούτου ή άλλο, δεν το ξέρω ακόμα. Μαζεύω πάντως υλικό ήδη που θα μπορούσε στο μέλλον ίσως να τροφοδοτήσει ένα επόμενο μυθιστόρημα για την υπόλοιπη ζωή του.

—————-

Ο Άρης Ραβανός έγραψε, μεταξύ άλλων, στο «Βήμα» στις 19/11/2014, για το έργο «Δέκα ζωές σε Μία» της Τατιάνας Αβέρωφ:

[…] Ένα μυθιστόρημα με ήρωες υπαρκτούς και γεγονότα πραγματικά, που ζωντανεύει την ταραγμένη ατμόσφαιρα και τα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την Ελλάδα, από το 1908 μέχρι τις αρχές του Εμφυλίου. Ένα ιστορικό μυθιστόρημα που είναι ταυτόχρονα βιογραφία, μαρτυρία και ταξίδι αναζήτησης» αναφέρεται στο σημείωμα των εκδόσεων Μεταίχμιο.

Ξεφυλλίζοντας τις «Δέκα ζωές σε μια», αναρωτιέσαι: αλήθεια ποιες είναι οι δέκα ζωές. Μέσα από την αναζήτηση, προσπαθείς να ανιχνεύσεις τις απαντήσεις. Η Αβέρωφ, με ένα γλαφυρό τρόπο παρουσιάζει τα άγνωστα χρόνια της μυθιστορηματικής ζωής του πατέρα της. Ουσιαστικά είναι σαν να ξεφυλλίζει κάποιος το οικογενειακό λεύκωμα…[…]

Share on Facebook2Tweet about this on TwitterShare on Google+0Email this to someone
 
 

2 Σχολια

  1. Ανώνυμος

    ΑΝΤΕ ΣΕ ΕΠΟΜΕΝΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΝΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ ΠΙΤΣΙΑΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΤΗΣ ΤΟΥ ΑΒΕΡΩΦ, »ΦΩΤΙΑ ΚΑΙ ΤΣΕΚΟΥΡΙ». ΞΕΡΕΙΣ ΕΣΥ…

    Απάντηση
    • Παλιός Μαθητής

      Ηταν ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ εκδήλωση.
      Ο κ. Πιτσιακας μας έχει συνηθίσει σε τέτοια.

      Απάντηση

Αφήστε το σχόλιό σας

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί.