του Πέτρου Πιτσιάκκα, φιλολόγου – Διευθυντή 3ου Γυμνασίου Ναυπάκτου

 

Εξήντα χρόνια συμπληρώνονται από τότε που ξεκίνησε ο Αγώνας των ελλήνων της Κύπρου εναντίον των άγγλων (1 Απριλίου 1955), με στόχο την απελευθέρωση και την ένωση με την Ελλάδα και ο οποίος, δυστυχώς, οδήγησε σε μια κολοβή ανεξαρτησία. Στον Αγώνα αυτό, οι φυλακές δεν έχουν τοίχους να αντιπαρατάξουν και οι αγχόνες αρχίζουν κατάπληκτες να τραγουδούν τον εθνικό ύμνο. Νέα ονόματα γράφονται με χρυσά γράμματα στην ιστορία του έθνους, στη συνείδηση κάθε έλληνα. Ονόματα, που έχουμε χρέος να μνημονεύουμε ευλαβικά, καθώς και τη θυσία τους, γιατί είναι ανάγκη να γίνουν οράματα εφήβων, πρότυπα οραματισμού, ελπίδας, αγωνιστικότητας και προσδοκίας, αν θέλουμε η Κύπρος, και γενικά ο ελληνισμός, να μη λυγίσει, σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς, και να χορέψει λεβέντικα, όπως ο Γρηγόρης Αυξεντίου, στις φλόγες του Μαχαιρά.

Ο Γρηγόρης Αυξεντίου, προδομένος και περικυκλωμένος από τους άγγλους, διώχνει τους συντρόφους του λέγοντας τους: «Εγώ θα πολεμήσω και θα πεθάνω. Πρέπει να πεθάνω. Αρκετή υπηρεσία πρόσφερα διδάσκοντας τα νέα παιδιά πώς να κρατάνε το όπλο και να πολεμούν. Τώρα πρέπει να τους διδάξω και πώς να πεθαίνουν. Γίνεται ένα με την ιδέα της φυλής. Χορεύει το χορό του εθνικού μεγαλείου, το χορό του θανάτου, φωνάζοντας στους εχθρούς του «μολών λαβέ». Ο ήρωας, που θεωρεί τη ρωμιοσύνη ερωτευμένη μαζί του, περνά, μέσα από μια κόλαση φωτιάς, στην αθανασία. Το κρησφύγετο του Μαχαιρά γίνεται, από τότε, προσκυνητάρι, σύμβολο και μνημείο πατρίδας. Η μνήμη του μεγάλου μας αδερφού Γρηγόρη, μνήμη φλεγόμενη, αλλά όχι καιγόμενη, μένει άσβηστη δάδα, σημαία ανένδοτη να φωτίζει όλες τις νύχτες των σκλάβων.

Το μνημόσυνο λεβεντιάς συνεχίζεται με τον Κυριάκο Μάτση, ο οποίος δεν είναι ο αγωνιστής που τον αναδεικνύουν οι περιστάσεις. Δε θυσιάζεται σε μια στιγμή ενθουσιασμού, αλλά είναι ένας συνειδητός ήρωας. Το 1948 παραλαμβάνοντας την ελληνική σημαία, από τον πρύτανη της σχολής του, διαβεβαιώνει: «Θα την κρατήσουμε ψηλά και θα την περιφέρουμε πάντα νικηφόρο. Υπό τας πτυχάς της θα τραβούμε πάντα στο θάνατο για την Ελλάδα». Και θυσιάζεται για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Η θυσία του είναι νίκη της αρετής. Αποδεικνύει πως η θέληση για τη θυσία νικά όλες τις δυσκολίες. Πιστεύει πως η ζωή δεν είναι ζήτημα ποσότητας, πλούτου και χρονικής διάρκειας, αλλά ζήτημα ποιότητας και πληρότητας. Γι’ αυτό και, όταν οι άγγλοι του προσφέρουν ένα υψηλό χρηματικό ποσό, για να προδώσει τον αρχηγό Γρίβα Διγενή, απαντά: «Ου περί χρημάτων τον Αγώνα ποιούμεθα, αλλά περί αρετής». Και στήνει ορόσημα αιώνια μέσα στην προσωρινότητα.

Οι μνήμες ηρώων δεν παίρνουν τέλος. Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης είναι ένας ήρωας ποιητής. Το περήφανο ανέβασμα του στην αγχόνη είναι η πιο ωραία, η πιο γενναία ποίηση που γράφτηκε με αίμα. Ανατρέφεται με την Ελλάδα και αποδεικνύει πως η ποίηση είναι βίωση. «Για σένα Κύπρο αθάνατη, πατρίδα σκλαβωμένη, θα χύσω απ’ το αίμα μου κάθε σταλαματιά» τραγουδά και το κάνει πράξη. Πάντα στη σκέψη του αναδεύει τις ελεύθερες ανηφοριές και την πανώρια κόρη. Και σαν η ελευθερία αρχίζει να δρασκελάει τα ματωμένα χώματα της Κύπρου, ξεσηκώνοντας τους κατοίκους της για τις μεγάλες στιγμές, ο Ευαγόρας αφήνει τα μαθητικά θρανία και «παίρνει μιαν ανηφοριά και ανεβαίνει τα σκαλοπάτια της λευτεριάς». Η δράση του είναι παράτολμη και θαρραλέα, ώσπου μια χειμωνιάτικη νύχτα, όπως ο ίδιος προφητικά γράφει «το σκοτάδι πέφτει κι οι εχθροί σκλαβώνουν τον τρανό τον κλέφτη». Ακολουθούν φρικτά βασανιστήρια. Είναι η ώρα που ανακριτές χωρίς όσφρηση, ανακρίνουν τα γιασεμιά, «που το μόνο που ομολογούν είναι ότι αγαπάνε τον τόπο τους». Στο ειδικό δικαστήριο ο Ευαγόρας δηλώνει: «ό,τι έκανα το έκανα ως έλληνας κύπριος που ζητά την ελευθερία του». Και οδηγείται στην αγχόνη. Μα τη νύχτα που φεύγει δεν μαραίνουν τα γιασεμιά, ζωντανεύουν πιο πολύ. Τις τελευταίες του ώρες, πριν το θάνατο, γράφει «Ώρα 7:30 μ.μ. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου, η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί…». Υπάρχουν άραγε πολλές φυλακές που να έχουν δει τέτοια γενναιότητα μπρος το θάνατο;

Ό,τι και να πούμε, για τους ήρωες του κυπριακού Αγώνα 1955-59, θα είναι φτωχό και λειψό, γιατί το μεγαλείο τους δεν το έχουμε πιάσει σε όλη του την έκταση, αφού για τους μεγάλους, τους γενναίους και τους δυνατούς, αρμόζουν τα μεγάλα, τα γενναία και τα δυνατά.

Ναύπακτος 1 Απρ. 2015

Share on Facebook6Tweet about this on Twitter3Share on Google+0Email this to someone
 
 

Αφήστε το σχόλιό σας

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί.