η εικόνα προφίλ του Γιάννης Παπακώστας

Aπό  το Γιάννη Παπακώστα 

 

Το 1958 βρέθηκε από τον Κ. Αράχωβα, στη θέση «Αλεφάντω» της Παλιαράχοβας της Ορεινής Ναυπακτίας, λίθινη πλάκα, σπασμένη, μήκους περίπου 42εκ. στην οποία είναι χαραγμένα τα εξής:
– – – – ΤΟΒΩΛΟΣ
– -ΡΟΝΒΙΧΟΣ
ΚΛΕΩΝΙΚΑ
ΜΕΤΑΙΤΙ – –
Έγκυρη μελέτη δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα. Οι συγχωριανοί μου ερευνητές της τοπικής ιστορίας Γ. Μποσινάκος και Δ. Κούκουνας και ο φιλόλογος Δ. Μπαρσάκης εκτιμούν πως ανήκει στη μέση περίοδο της Ελληνιστικής εποχής (275-150 π.Χ.). Λόγω του σπασίματος υπάρχει δυσκολία για τη συμπλήρωση των κενών. Έτσι με βάση τη στοίχιση και υπολογίζοντας τα κενά διαστήματα εικάζεται πως:

1ος στίχος = παραπέμπει σε ένα από τα κύρια ονόματα Αριστόβωλος, Κριτόβωλος, Πρωτόβωλος, Αυτόβωλος και επειδή λείπουν μάλλον 4 παρά 3 ή 2 γράμματα υπερισχύει το Αριστόβωλος.

2ος στίχος = Η λέξη του δεύτερου στίχου, από την οποία λείπουν προφανώς τα δύο πρώτα γράμματα, είναι αναμφίβολα το κύριο όνομα Στρόνβιχος. Το συγκεκριμένο και όχι τόσο σύνηθες όνομα, το βρίσκουμε σε μερικές ακόμη επιγραφές, κυρίως των Ελληνιστικών χρόνων, η μία εκ των οποίων είναι του έτους 231 π.Χ. από τους Δελφούς (FD III 1:148) και αφορά σε ψήφισμα για την απόδοση τιμών προξένου σε κάποιον Αιτωλό Στρόνβιχο. (άποψη του Δ. Μπαρσάκη)
Σύμφωνα με τον Δ. Κούκουνα, «…ο Στρόνβιχος ήταν φρούραρχος του στρατηγού Πολυσπέρχοντα. Το έτος 317 π.Χ. ο Κάσσανδρος κυριαρχεί στη Μακεδονία και τη Στερεά Ελλάδα και καταδιώκει τον Πολυσπέρχοντα, ο οποίος καταφεύγει στους άσπονδους εχθρούς του Κασσάνδρου, στους Αιτωλούς». Το έτος 322 οι Μακεδόνες, με επικεφαλής τον Αντίπατρο και τον Κρατερό, εισβάλλουν στην Αιτωλία για να καθυποτάξουν τους Αιτωλούς, οι οποίοι δεν ήθελαν να αναγνωρίσουν τη Μακεδόνικη κυριαρχία. Η φυσική οδός που οδηγούσε από τη Θεσσαλία στην Αιτωλία ήταν η διά Λαμίας-Τυμφρηστού-ορεινής Ναυπακτίας-Θέρμου, όπου και το κέντρο των Αιτωλών, όπως αναφέρει ο Διόδωρος ο ιστο¬ρικός (19,67).
Οι Μακεδόνες παραδίδεται ότι στρατοπέδευσαν στον Καμπύλο ποταμό. Πρόκειται μάλλον για τον Κρικελιώτη ποταμό, ο οποίος ως προς την κίνηση του παρουσιάζει μια μεγάλη καμπύλη, από το όρος Σράνταινα μέχρι τον Αχελώο. Επίσης ο Νουχάκης στο βιβλίο του αναφέρει ότι ο Καμπύλος διέρχεται τον Προυσό. Οι Αιτωλοί έδιωξαν τις γυναίκες, τους γέρους και τα παιδιά στα βουνά. Το έτος 313 οι Αιτωλοί, πιεζόμενοι από τους Ακαρνάνες και τους συμμάχους των Μακεδόνων, «άρπαξαν τα γυναικόπαιδα από τις ανοχύρωτες πόλεις τους και πήρανε τα καταρράχια… (Broysen, τομ. Β, σελ. 353»). Οι Αιτωλοί αναγκάζονται να μένουν το χειμώνα στα σκεπασμένα από χιόνια όρη, χωρίς τροφές (Ιστορ. Ελλ, Έθνους τομ. 4ος, σελ. 273).

3ος στίχος = Στον τρίτο στίχο, ακέραιο σώζεται το κατά την τοπική (βορειοδυτική και εν γένει δωρική) διάλεκτο, θηλυκό κύριο όνομα Κλεωνίκα, ένα αρκετά διαδεδομένο όνομα κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους, το οποίο και συναντάμε ως επί το πλείστον σε δελφικές απελευθερωτικές επιγραφές, πλην όμως γραμμένο με όμικρον αντί του ωμέγα (Κλεονίκα), ενώ με ωμέγα απαντά μόνο σε μία επιγραφή από τη Σπάρτη. Έχει δε ενδιαφέρον, έστω και ως σύμπτωση, ότι σε δελφική απελευθερωτική επιγραφή του 2ου αι. π.Χ. (SGDI 1693), βρίσκουμε επίσης μαζί τα δύο ονόματα Κλεονίκα και Αριστόβουλος, τα οποία ανήκουν σε δούλη και δούλο αντίστοιχα, απελευθερωθέντες ταυτόχρονα, με την ίδια πράξη δηλαδή, από τον κύριό τους. (άποψη του Δ. Μπαρσάκη)

4ος στίχος = Η λέξη του τέταρτου στίχου, από την οποία φαίνεται να λείπουν τα δύο τελευταία γράμματα (η κατάληξη εν προκειμένω), δεν υπάρχει περίπτωση να αντιστοιχεί σε κύριο όνομα˙ ευνοήτως δε, αποτελεί τη λέξη-κλειδί της επιγραφής, δεδομένου ότι δι’ αυτής συνδέονται μεταξύ τους τα τρία παραπάνω κύρια ονόματα και λογικά θα πρέπει να βρίσκεται σε αριθμό πληθυντικό και πτώση ονομαστική. Όσον αφορά στο προτελευταίο γράμμα της λέξης, δεν θα μπορούσε πάντως να είναι άλλο από το όμικρον ή το ωμέγα, διότι τα συγκεκριμένα εμφανίζονται ως χαρακτήρες με το μικρότερο (το μισό σχεδόν) ύψος, ενώ οποιουδήποτε άλλου γράμματος θα διακρινόταν το πάνω άκρο στο υπάρχον διάστημα.
Κατά συνέπεια και ελλείψει κάθε άλλου βάσιμου ενδεχόμενου, η λέξη (ως ονομαστική πληθυντικού) θα πρέπει να είναι μεταίτιοι (=συναίτιοι, συνένοχοι), οπότε η επιγραφή συμπληρωμένη αποδίδεται ως εξής:
[ Ἀρισ]τόβωλος
[Στ]ρόνβιχος
Κλεωνίκα
Μεταίτι[οι]
Προδήλως δε, αφορά σε καταδίκη ή καταγγελία εναντίον των τριών αναφερομένων προσώπων, για κάποια παρανομία την οποία διέπραξαν από κοινού. (άποψη του Δ. Μπαρσάκη)

Ορεινοί οικισμοί των Οφιονέων της Επίκτητου Αιτωλίας

Στην Αράχοβα κατά καιρούς έχουν βρεθεί επίσης βάση βωμού σε μορφή Βάθρου στο Παλιοχώρι, στις Λούζες ανατολικά του Αϊ Συμιού επεξεργασμένες πέτρες παρόμοιες με αυτές που βρέθηκαν στο Θέρμο, στον Κανναβόκηπο, στα παλιά νεκροταφεία και στο ‘’Κάστρο’’.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα των αρχαίων χρόνων στην Αιτωλία ήταν τα Κάστρα, όπως αναφέρεται και στον Όμηρο ενώ και ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι οι Αιτωλοί κατοικούσαν σε μικρά ατείχιστα χωριά που βρίσκονταν μακριά το ένα από το άλλο (Θουκ. Γ. 94).
Το Κάστρο της Αράχοβας, άγνωστο και δυστυχώς ανεξερεύνητο αποτελούσε ορεινό οχυρωματικό έργο της Αιτωλικής Συμπολιτείας. Παρουσιάζει κάποιες ιδιαιτερότητες που το κάνουν μοναδικό: Είναι ίσως το αρχαιότερο Κάστρο της Ελλάδος και το μεγαλύτερο σε έκταση, ικανό να ασφαλίσει δεκάδες χιλιάδες ζωές, μοναδικό σε φυσική οχύρωση, φανερώνει οικισμό της Μυκηναϊκής εποχής (1400-1100 π.Χ.).
Μελέτες και οι έρευνες που έχουν γίνει σε άλλα σημεία της Αιτωλίας δείχνουν ότι στα ορεινά δεν υπήρχε κάποια σπουδαία πόλη, παρά μόνο διάσπαρτοι οικισμοί που δηλώνουν μετακινήσεις κατοίκων από φυσικές καταστροφές, επιδρομές ή επιδημίες.
Όπως αναφέρει ο Κ. Δ. Στεργιόπουλος: «ο πληθυσμός έφευγε από τα πεδινότερα μέρη της Αιτωλίας, τα οποία ήσαν πρόχειρη λεία στους εκάστοτε επιδρομείς, επύκνωσε τους ορεινούς συνοικισμούς και δημιούργησε νέους συνοικισμούς και σε μεγάλα υψόμετρα, απ΄όπου ορμούν μετά από κάθε ευκαιρία προς ανακατάληψη των παλαιών των εγκαταστάσεων».
Οι Αιτωλοί έκτιζαν τα σπίτια τους πρόχειρα με ξύλα και χώμα. Εύκολα καταστρέφονταν από τους εχθρούς, αλλά και πάλι εύκολα ξαναχτίζονταν. Ο Στράβωνας λέει ‘‘Τό ἔθνος τῶν ὀφιονών μέγα ἐστί καί μάχιμον, οἰκοῦν δέ κατά κώμους ἀτειχίστους’‘. Οι Οφιονείς ξεκινούσαν από το Ευηνοχώρι (Καλυδώνα και Πλευρώνα) κι έφθαναν ως το Μαλλιακό Κόλπο.

Συμπερασματικά και επειδή παρόμοια αρχαία έχουν βρεθεί και στα γειτονικά χωριά Κρυονέρια, Τερψιθέα, Χόμορη, Ελευθέριανη, Κυδωνιά, Άνω Χώρα, Ελατού, Αμπελακιώτισσα και εφόσον δεν έχουν γίνει συστηματικά ανασκαφές, τα παραπάνω αποτελούν βάσιμες ενδείξεις πως πρόκειται για Ορεινούς οικισμούς των Οφιονέων.

Βιβλιογραφία
• Γ. Μποσινάκου: ‘’Στ΄ απόσκια της Αράχωβας’’
• Δ. Κούκουνα: Αράχωβα Ναυπακτίας
• Δ. Μπαρσάκης: Η Επιγραφή της Παλιαράχωβας – περιοδικό ‘’Αραχωβίτικα Νέα’’ τ.145
• Ιωάννης Γ. Νεραντζής: ‘‘Προϊστορικές λατρείες Αιτωλών και Αγραιών’’
• Ιωάννης Γ. Νεραντζής: ‘’ Η Χώρα των Αιτωλών’’
• Αδάμης Ευθύμιος: ‘’ Οι Αιτωλοί από τον Όμηρο μέχρι την ύστερη αρχαιότητα’’
• Κ. Δ. Στεργιόπουλος: ’’Η Αρχαία Αιτωλία’’

πηγή: e-nafpaktia.gr

Share on Facebook3Tweet about this on TwitterShare on Google+0Email this to someone
 
 

Αφήστε το σχόλιό σας

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί.