kotantoulaτης Ζωής Κωταντούλα

Μικρή, δίχως καν να με ρωτήσουν, δεν μ΄ έπαιρναν μαζί τους στο μάζεμα των ελιών.

Μ΄ άφηναν  να διαβάζω τα μαθήματά μου κι εγώ διάβαζα ό,τι ήθελα. Μ΄ άφηναν  να κάνω παρέα στον αγαπημένο μου παππού κι εγώ του ξετρύπωνα παλιές ιστορίες. Μ΄ άφηναν  να τρώω τα φροντισμένα φαγητά της γιαγιάς και του άλλου παππού κι εγώ έπαιζα  γεροντίστικη κολτσίνα. Μ΄ άφηναν να τρέχω στις αυλές του απέναντι πετρόκτιστου κι εγώ ανακάλυπτα υπόγειες υγρές στοές. Μ΄ άφηναν να συμμαζεύω το δωμάτιό μου κι εγώ ψαχούλευα αποθήκες και ντουλάπες.

Με προστάτευαν απ΄ την υγρασία και το κρύο του χειμώνα κι εγώ φρένιαζα στον εκτυφλωτικό ήλιο. Με προστάτευαν απ΄ την ταλαιπωρία της απομάκρυνσης  απ΄ το σπίτι κι εγώ καθόμουν στα σκαλάκια. Με προστάτευαν από τη σκληρότητα της αγροτικής δουλειάς κι εγώ πλήγιαζα τα πόδια μου στο παιχνίδι. Με προστάτευαν  απ΄ τη συνειδητοποίηση της δυσαναλογίας μεταξύ κάματου κι απολαβής κι εγώ πειραματιζόμουν μαγειρεύοντας. Με προστάτευαν απ΄ την απομυθοποίηση της εικόνας τους κι εγώ κινηματογραφούσα αστείες σκηνές αντρών με τα λερά τους ρούχα και γυναικών με τα παράταιρα παντελόνια των αντρών τους.

[Κι έτσι δεν απέκτησα ποτέ, ένα σημαντικό εφόδιο ζωής, την απαραίτητη μοχθηρία για τη γη. Κάθε αγάπη  που σέβεται τον εαυτό της, που αναγνωρίζει την κυριαρχία ως ανάγκη της, που ορίζει την κατάκτηση ως δικαίωμά της, που πολεμάει για τη διατήρησή της, που περιχαρακώνεται σε σύνορα…  ε, έρχεται το πλήρωμα του χρόνου και εξελίσσεται, με δόξα και τιμή, σε μοχθηρία.]

Μικρή, δίχως καν να τους ρωτήσω, πήγα μόνη μου 2-3 φορές στο μάζεμα των ελιών.

Αφέθηκα στο διονυσιασμό της πλούσιας σοδειάς, έβλεπες την ευχαρίστηση στα μάτια τους κάθε που ο πράσινος σωρός μεγάλωνε και λιχνιζόταν ό,τι περιττό και τσουβαλιαζόταν χωρίς αντίσταση ο ιερός καρπός. Αφέθηκα στην απόλαυση της στοργικής σχέσης των ανθρώπων με τα δέντρα τους, μάθαινες με ξεχωριστή γλύκα πως κάθε ελιά είχε τα χούγια της και της έπρεπε και το ανάλογο φέρσιμο. Αφέθηκα στη χαλαρότητα της συμπεριφοράς, άκουγες τα λόγια τους να βγαίνουν αβίαστα ποτισμένα απ΄ την αλήθεια του αέρα που χαϊδευόταν με τη θάλασσα του Πλατανίτη. Αφέθηκα στην ανυπόκριτη μοιρασιά απλοϊκών υπαρχόντων, γευόσουν μαζί τους τη νοστιμότερη πατατοσαλάτα της μιας και τη χορταστική  μακαρονόπιτα της άλλης στο πρόχειρο υπαίθριο τραπέζι που στηνόταν πάνω στα λιόπανα. Αφέθηκα στην αξία του γλεντιού και της χαράς, ένοιωθες το στέρνο τους να τραντάζεται  απ΄ τα  δυνατά γέλια στα αδιάκοπα πειράγματα κι αστεία που αντάλλασσαν μεταξύ τους άλλοι σκαρφαλωμένοι κι  άλλοι κάτω κι όλοι μαζί και γύρω σ΄ έναν αδιόρατο κυκλωτικό χορό χωρίς αρχή και τέλος.

Προστατεύτηκα απ΄ το κρύο και την υγρασία του εγωισμού, μέσα σε κείνο το παράξενο σκηνικό τύλιγες τον εαυτό σου στη θαλπωρή της συντροφικότητας και δεν ήθελες να αποδράσεις. Προστατεύτηκα από άχρηστους καθωσπρεπισμούς, κάτω απ΄ τις γέρικες ελιές αισθανόσουν την ύπαρξή σου ελεύθερη κι ισότιμη μ΄όλους τους  χρόνους. Προστατεύτηκα απ΄τον κομφορμισμό των εραστών της συνήθειας, στην  ομιλούσα γη του Πλατανίτη έβρισκες  λόγο να συνεχίζεις μ ΄άλλους τρόπους και σ΄άλλους δρόμους, μακριά από δογματισμούς και φαντάσματα. Προστατεύτηκα από άσκοπες εξαιρέσεις και βολικούς διαχωρισμούς, στη θέα της θάλασσας ξεδιάλυνες καθαρά την ανθρώπινη τέχνη  που δεν ξεχωρίζει αφεντικά κι εργάτες, γυναίκες κι άντρες, παιδιά και μεγάλους. Προστατεύτηκα απ΄ το φόβο της συνύπαρξης με ξεχωριστούς σπουδαίους ανθρώπους, στη ζεστασιά της αναπνοής τους αποφάσιζες πως αυτές τις εικόνες θες να τις κρατήσεις για πάντα.

[Κι έτσι απέκτησα και παλεύω να ξεφορτωθώ, ένα ταπεινό εφόδιο ζωής, την άχρηστη μοχθηρία για τους ανθρώπους. Κάθε αγάπη που σέβεται τον εαυτό της, που αναγνωρίζει την κυριαρχία ως ανάγκη της, που ορίζει την κατάκτηση ως δικαίωμά της, που πολεμάει για τη διατήρησή της, που περιχαρακώνεται σε σύνορα…  ε, έρχεται το πλήρωμα του χρόνου και εξελίσσεται, με δόξα και τιμή, σε μοχθηρία.]

Share on Facebook12Tweet about this on Twitter1Share on Google+0Email this to someoneShare on LinkedIn0
 
 

Αφήστε το σχόλιό σας

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί.