του Ανδρέα Πετρουλάκη

 

ΠετρουλάκηςΑν προσέξετε γύρω σας τους ανθρώπους που γνωρίζετε καλά, θα διαπιστώσετε ότι χονδρικά μπορείτε να τους χωρίσετε σε δύο κατηγορίες: Σε αυτούς που ενδιαφέρονται να βρουν τον ένοχο και σε αυτούς που ενδιαφέρονται να βρουν τη λύση. Στην ελληνική οικογένεια είναι πολύ συχνή η ενοχοποίηση και μοιραία η αλληλοαπόδοση ευθυνών, που συνήθως καταναλώνει ζωτικό συναισθηματικό και ωφέλιμο χρόνο που τον αποστερεί από την προσπάθεια να λυθεί ή να μην επανεμφανισθεί ένα πρόβλημα. Και η οικογένεια αποτελεί ασφαλώς πρότυπο για τα παιδιά της, άρα και για τα μέλη της κοινωνίας μας.

Οι κοινωνίες συχνά μπορούν να αποδοθούν πιστά με χαρακτηριστικά ανθρώπων. Ώριμες, υστερικές, συντηρητικές, φοβικές, ψυχαναγκαστικές, ανήσυχες, φιλελεύθερες κ.λπ. Η δική μας κοινωνία λοιπόν έχει πολύ συχνότερα το ανώριμο πρόσωπο που ψάχνει ενόχους από το ώριμο πρόσωπο που ψάχνει λύσεις.

Οταν ανακύπτει ένα τραγικό γεγονός όπως αυτό του θανάτου του κοριτσιού από τις αναθυμιάσεις προκηρύσσεται ταυτοχρόνως και ένας πλειστηριασμός ευαισθησίας. Κάποιοι διαφημίζουν τους εαυτούς τους ως τους μόνους συγκλονισμένους από τη φρίκη του περιστατικού και άλλοι δικαιολογούνται αδικαιολόγητα. Παραγνωρίζουν όλοι το γεγονός ότι η θλίψη είναι ατομική διαδικασία και η ειλικρίνειά της αζήτητη και αναπόδεικτη και το μόνο συλλογικό που έχει θέση είναι η έμπρακτη έκφραση συμπαράστασης και ανακούφισης των θυμάτων και σε δεύτερο χρόνο η αναζήτηση των πολιτικών ευθυνών με την έννοια της αποφυγής επανάληψης και όχι προσπορισμού κερδών. Μερικές φορές η πολιτική σπέκουλα γίνεται άγριο πράγμα.

Αντ΄ αυτών κλιμακώνεται πάντα μία αντιπαράθεση στην οποία πολιτικοί και Τύπος εναλλάσσουν ρόλους, και στην οποία περισσεύουν οι χαρακτηρισμοί «ανάλγητοι», «δολοφόνοι», «λαϊκιστές», «κάπηλοι» και τα συνώνυμά τους, με τη συζήτηση να καταλήγει πάντα αν φταίει για τον θάνατο ο Στουρνάρας ή όχι. Και στο τέλος να είναι όλοι ικανοποιημένοι που αντεπεξήλθαν με επιτυχία στον ρόλο τους, έτσι κι αλλιώς προαποφασισμένο στον διάλογο κωφών. Με κερδισμένη την κοινωνία της διαμοίρασης ενοχών και χαμένη την κοινωνία της ανεύρεσης λύσεων.

Και η πρώτη, αυτονόητη και επιβεβλημένη λύση μιας ώριμης κοινωνίας θα ήταν, εδώ και τουλάχιστον έναν χρόνο, η εκστρατεία διαφώτισης του κοινού για τη χρήση και τους κινδύνους εναλλακτικών τρόπων φτηνής θέρμανσης. Τι ακούσαμε για αυτό την περίοδο που πέρασε από τη προηγούμενη, παρόμοια τραγωδία; Τίποτα. Κυβέρνηση, αντιπολίτευση και Τύπος θεώρησαν τον συναγερμό λήξαντα μέχρι τον επόμενο. Την προηγούμενη φορά κυριάρχησε ο οδυνηρός αιφνιδιασμός της διαπίστωσης ότι κάποιοι επέστρεψαν στα μαγκάλια, χωρίς μάλιστα τη γνώση των παλαιότερων γενιών. Σύμφωνοι, είναι ήττα η επιστροφή, αλλά δυστυχώς και πραγματικότητα. Γιατί νομίζουμε ότι κλείνοντας τα μάτια την ξορκίζουμε; Γιατί δεν ακολούθησε η συστηματική προσπάθεια πληροφόρησης του λαού από τις υπηρεσίες του κράτους, τα μέσα ενημέρωσης, την αυτοδιοίκηση και τα σχολεία για τον θανάσιμο κίνδυνο που εγκυμονεί η απρόσεκτη χρήση του μαγκαλιού; Όσο άχαρο και αν ήταν, όσο και αν ξεσήκωνε λοιδορίες του τύπου «μας δουλεύουν κι από πάνω», ήταν απαραίτητο να γίνει και δεν έγινε.

Ασφαλώς για όλους μας, ευαίσθητους και μη, το ευκταίο θα ήταν να πέσει τόσο πολύ ο φόρος κατανάλωσης του πετρελαίου που να είναι για όλους προσιτό και περισσότερο για τα πιο αδύναμα στρώματα. Ασφαλώς η πολιτική της κυβέρνησης και οι πιέσεις του Τύπου και της αντιπολίτευσης, χωρίς υποχρεωτική πλειοδοσία ευαισθησίας, πρέπει να έχουν αυτόν τον προσανατολισμό. Είναι σίγουρο όμως ότι όσο και να πέσει η τιμή του πετρελαίου θέρμανσης, δεν θα είναι ποτέ αρκετό για να ζεσταθούν όλοι. Συνέβαινε και πριν την κρίση, γιατί δυστυχώς τη φτώχεια μπορείς να την ανακουφίσεις, και πρέπει να είναι το κυριότερο μέλημά σου, αλλά δεν μπορείς να την εξαφανίσεις. Και αυτήν την πραγματικότητα είναι ωριμότερο να την αντικρίζεις από το να την αποστρέφεσαι.

 

 

*Το άρθρο του Ανδρέα Πετρουλάκη δημοσιεύτηκε στο protagon.gr  στις 4/12/2013.

Share on Facebook2Tweet about this on TwitterShare on Google+0Email this to someone
 
 

Αφήστε το σχόλιό σας

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί.